- βαρύκτυπον
- βαρύκτυποςheavy-soundingmasc/fem acc sgβαρύκτυποςheavy-soundingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ευτρίαινα — Εὐτρίαινα, ὁ (Α) (αιολ. τ. αντί εὐτριαίνης) (επίθ. τού Ποσειδώνα) αυτός που έχει καλή τρίαινα («βαρύκτυπον Εὐτρίαιναν», Πινδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρίαινα. Πράγματι κλητική σε χρήση ονομαστικής] … Dictionary of Greek